κέραμος

κέραμος
I
Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από σεισμούς, διέθετε ωραίους ναούς και άλλα αξιόλογα οικοδομήματα. Από τα κυκλώπεια τείχη της σώζονται αρκετά τμήματα. Σε ανασκαφές βρέθηκαν, εξάλλου, πολλές επιγραφές και νομίσματα.
II
Ονομασία τριών οικισμών.
1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ., 290 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ορεστιάδος του νομού Έβρου. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού, 144 χλμ. ΒΑ της Αλεξανδρούπολης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυπρίνου.
2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 164 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, 56 χλμ. ΒΔ της πόλης της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμάνης.
3. Οικισμός (57 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρδαμύλων.
III
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Αττικός ήρωας, επώνυμος του δήμου Κεραμέων και προστάτης των αγγειοπλαστών, γιος της Αριάδνης και του Διονύσου. Ανάγλυφη παράστασή του, του 5ου αι. π.Χ., σώζεται στο Μουσείο της Ακρόπολης.
* * *
ο, η (ΑΜ κέραμος, ὁ, Μ και κέραμος, ἡ, Α σπάν. πληθ. και κέραμα, τὰ)
1. κάθε αντικείμενο που κατασκευάζεται από κεραμίτιδα γη, πήλινο αγγείο, σταμνί, κομψοτέχνημα κ.λπ. («ἐς πίθους κεραμίνους τήξας καταχέει, πλήσας δὲ τὸ ἄγγος περιαιρέει τὸν κέραμον», Ηρόδ.)
2. κεραμίδι («ἀναβάντες δὲ ἐπὶ τὸ τέγος και διελόντες τὴν ὀροφήν ἔβαλλον τῷ κεράμῳ», Θουκ.)
αρχ.
1. η κατεργασμένη κεραμίτις γη, το δουλεμένο κεραμιδόχωμα («κέραμος ὀπτώμενος», Αριστοτ.)
2. (με περιληπτική σημασία) τα πήλινα αντικείμενα που παράγονταν ή βρίσκονταν σε έναν τόπο («καὶ ἐπαινεῑται ὄντως ὁ ἀττικὸς κέραμος», Αθήν.)
3. το κρασί που αποθηκευόταν σε πήλινο δοχείο («ἀφύας ἄρ' ἄξεις πριάμενος φαλητικάς ἢ κέραμον», Αριστοφ.)
4. αγγείο κατασκευασμένο από οποιοδήποτε υλικό («κέραμος ἀργυροῡς», Πτολ.).
5. το σύνολο τών κεραμιδιών στέγης
6. η στέγη
7. εργαστήριο κατασκευής πήλινων αντικειμένων
8. δεσμωτήριο, φυλακή («χαλκέῳ δ' ἐν κεράμῳ δέδετο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με το κεράννυμι, κερά-σαι προσφέρεται φωνολογικά αλλά δεν ταιριάζει σημασιολογικά. Η σύνδεση με το λατ. cremare, αντιθέτως, προσφέρεται περισσότερο σημασιολογικά, παρουσιάζει όμως φωνολογικά προβλήματα. Έχει προταθεί και η σύνδεση με λιθουαν. karštas «πυρωμένος, καυτός», γοτθ. hauri «κάρβουνο», αρχ. άνω γερμ. herd «εστία», ίσως και αρχ. ινδ. kūdayati «καμένος», οπότε μπορεί να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα *ker (ә)- «καίω, πυρώνω, θερμαίνω». Τέλος, δεν αποκλείεται και η μη ΙΕ προέλευση τής λ..
ΠΑΡ. κεραμέας (εύς), κεραμεικός, κεράμειος, κεραμεύω, κεραμικός, κεράμινος, κεραμίς, κεραμίτης, κεραμίτις, κεραμώνι, κεραμώνω (-αμώ)
αρχ.
κεραμαίος, κεραμεούς, κεράμιος, κεραμύλλιον
αρχ.-μσν.
κεράμεος
μσν.
κεραμιαίος
νεοελλ.
κεραμένιος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κεραμοπλαστικός, κεραμοποιός, κεραμοπώλης, κεραμουργός
αρχ.
κεραμοπλάστης, κεραμοπωλώ
μσν.
κεραμοτήξ
νεοελλ.
κεραμογραφία, κεραμοκάμινος, κεραμοκρύσταλλο, κεραμοποιείο, κεραμοποιία, κεραμοτυπία, κεραμουργείο, κεραμουργία, κεραμουργικός. (Β' συνθετικό) αρχ. ρυπαροκέραμος, ρυποκέραμος, υποκέραμος, ψιλοκέραμος
νεοελλ.
ακροκέραμος, ορθοκέραμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κέραμος — potter s earth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέραμος — potter s earth masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεράμω — Κέραμος potter s earth masc nom/voc/acc dual Κέραμος potter s earth masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράμω — κέραμος potter s earth masc nom/voc/acc dual κέραμος potter s earth masc gen sg (doric aeolic) κεραμόω roof with tiles pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κεραμόω roof with tiles imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεράμοιο — Κέραμος potter s earth masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράμοιο — κέραμος potter s earth masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεράμοις — Κέραμος potter s earth masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράμοις — κέραμος potter s earth masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεράμοισι — Κέραμος potter s earth masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεράμοισι — κέραμος potter s earth masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”